- παριανῶν
- παρά-ἰαίνωheatfut part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάριον — Αρχαία ελληνική πόλη της Μικράς Ασίας στη Μυσία, που ιδρύθηκε από Μιλήσιους, Eρυθραίους και Πάριους αποίκους (Στράβων, ΙΓ’ 588). Τον 5o αι. π.Χ. αποτελούσε μέλος της δηλιακής συμμαχίας. Αργότερα (302 π.Χ.) συμμάχησε με τον Λυσίμαχο, τον βασιλιά… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek